- κωμητικός
- κωμητικός, -ή, -όν (AM) [κωμήτης]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κώμη («κωμητικὰ τείχη», Συνέσ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωμητικά — κωμητικός of a neut nom/voc/acc pl κωμητικά̱ , κωμητικός of a fem nom/voc/acc dual κωμητικά̱ , κωμητικός of a fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμητικαῖς — κωμητικός of a fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμητικῆς — κωμητικός of a fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμητικῷ — κωμητικός of a masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμητικάς — κωμητικά̱ς , κωμητικός of a fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)